
Καλώς σας ξαναβρίσκω και καλό φθινόπωρο να έχουμε - ευχή που πλέον έχει έρεισμα, αφού μπήκε ο Σεπτέμβρης! Ξεκινάω με μια εύλογη διαπίστωση: οι ‘ανάσες’ -σωματικές, ψυχικές και πνευματικές- στη διάρκεια των διακοπών, συχνά σου επιτρέπουν να σκεφτείς πολλά, πέραν της καθημερινότητας.
Με καθαρότερο μυαλό και μηδενικές υποχρεώσεις, μπορείς να επεξεργαστείς ιδέες και να καταλήξεις σε φρέσκα συμπεράσματα, να εξετάσεις επιχειρήματα και να διαμορφώσεις νέες απόψεις, που ο συνεχής φόρτος σε εμπόδιζε να δεις, προηγουμένως.
Μια από αυτές, που βασάνιζε καιρό τον οικοδεσπότη σας, έχει να κάνει με τη μάστιγα των fake news. Όντας στον χώρο της δημοσιογραφίας για 50+ χρόνια, προφανώς και ανησυχεί ολοένα περισσότερο με όσα βλέπει να συμβαίνουν σήμερα, όπου -με καταλύτη τις ραγδαία αυξανόμενες δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης- ο χώρος της ενημέρωσης παραπαίει από πλευράς αξιοπιστίας, σε σημείο ώστε ο αναγνώστης / ακροατής / θεατής και γενικά ο πολίτης που θέλει να μάθει τι συμβαίνει στην πόλη, τη χώρα και τον κόσμο να μη μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα.
Θα μου πείτε -και με το δίκιο σας- πως αυτό είναι ένα μόνιμο και εγγενές πρόβλημα των ΜΜΕ, αφού η αντικειμενική αλήθεια είναι άπιαστη έννοια – οι ειδήσεις και τα γεγονότα ανέκαθεν παρουσιάζονταν όπως τα έβλεπε ο δημοσιογράφος, η διεύθυνση ή ο ιδιοκτήτης του Μέσου, ώστε να είναι αρεστά στους πολίτες – πελάτες ή/και στην εξουσία. Άλλο, όμως, η μεροληψία (στην οποία πολλοί πρόθυμα συμμετέχουν, επιλέγοντας αυτοβούλως τη ‘φούσκα’ (bubble) τους, επειδή τους ευχαριστούν όσα διαβάζουν, βλέπουν ή ακούνε) κι άλλο τα fake news, που δύσκολα τα ξεχωρίζεις από τα πραγματικά, σε μπερδεύουν και σε παραπλανούν…
Κι όμως, μέσα σ’ αυτό το αυξανόμενα δυστοπικό περιβάλλον, ο οικοδεσπότης σας έβλεπε πολλές δυνατότητες διάκρισης της πραγματικής, έντιμης και έμπιστης δημοσιογραφίας, που καλείται να αντιδράσει και να τιμήσει -ως όφειλεν, καθότι λειτούργημα- τον θεσμικό της ρόλο. Γιατί, ποιος άλλος μπορεί να λειτουργήσει ως ‘φίλτρο’ (με απλά λόγια, ως ‘κόσκινο’ ή ‘κρησάρα’ όπως την έλεγαν οι γιαγιάδες μας) των ειδήσεων από έναν σωστό δημοσιογράφο, ο οποίος γνωρίζει κατά το δυνατόν σφαιρικά τα τεκταινόμενα, ερευνά, διπλο-τριπλοελέγχει, επιβεβαιώνει τις πληροφορίες του και μετά δημοσιεύει το κείμενό του με τόλμη και παρρησία;
Ναι, μπορείτε να με πείτε ρομαντικό, να γελάσετε και να με επαναφέρετε στην πραγματικότητα, με το επιχείρημα ότι ‘αυτά δεν γίνονται σήμερα’… Δεν θα διαφωνήσω, όντως στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη -και, βεβαίως, στη χώρα μας- δεν γίνονται πια έτσι τα πράγματα. Η προχειρότητα της γραφής, τα συμφέροντα που ‘πνίγουν’ συγκεκριμένες ειδήσεις, ο αδυσώπητος πλην ανάξιος λόγου αγώνας για την ‘πρωτιά’ της δημοσίευσης και τόσα άλλα αρνητικά, αποτελούν σήμερα τον κανόνα.
Η ‘μεγάλη κυρία’ της ελληνικής δημοσιογραφίας, Ελένη Βλάχου (με την οποία είχα την τιμή να συνεργαστώ, πριν από πολλά χρόνια) δήλωνε πως ‘δεν με ενδιαφέρει αν αργήσετε να δώσετε μια είδηση – όμως, θέλω ό,τι δώσετε να είναι το καλύτερο που μπορεί να γραφτεί γι’ αυτό το θέμα’. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη…
Μέσα σ’ αυτό το δυσμενές τοπίο, πάντως, δημοσίευμα του εξειδικευμένου στα θέματα ΜΜΕ αμερικανικού site Nieman Lab, με έκανε πρόσφατα να αναθαρρήσω… Ομάδα Αμερικανών πανεπιστημιακών σε συνεργασία με Γερμανό συνάδελφό τους και στέλεχος στον τομέα ανάλυσης δεδομένων της γνωστής γερμανικής έγκριτης εφημερίδας Süddeutsche Zeitung (SZ) υπέβαλαν πρόσφατα σ’ ένα test τους αναγνώστες της (260.000 στην έγχαρτη κι άλλοι 300.000 στην online έκδοση, καθημερινά).
Τους έδωσαν τρεις φωτογραφίες και τους ζήτησαν να αναγνωρίσουν τις αληθινές από τις fake. Δεν τα κατάφεραν πολλοί, μόλις 2%, από τους χιλιάδες που απάντησαν – ποσοστό που αποτελεί σαφή ένδειξη του μεγέθους του προβλήματος. Όμως, η δημοσιοποίηση αυτού του ποσοστού είχε ένα άλλο, ιδιαίτερα θετικό αποτέλεσμα: Δείχνοντας έμπρακτα την αυξημένη εμπιστοσύνη στις προσπάθειες της SZ για τον περιορισμό της παραπληροφόρησης, σημειώθηκε αισθητή αύξηση τόσο στον αριθμό των επισκέψεων στο site, όσο και σ’ εκείνον των συνδρομητών της εφημερίδας.
Έτσι κι αλλιώς, οι συχνές έρευνες στη συχνά ανανεούμενη βάση δεδομένων της εφημερίδας δείχνουν ποσοστό εμπιστοσύνης 2,91 στα 3, μεταξύ των αναγνωστών της, ανάλογο μόνο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ARD/ZDF και πολύ ανώτερο απ’ όλα τα κοινωνικά δίκτυα, παρότι αυτά παραμένουν βασική πηγή ενημέρωσης για τους νέους, σήμερα.
Λέτε να βγει κάτι καλό, από αυτή την προσπάθεια; Άλλη χώρα, βέβαια, κι άλλος λαός, όμως…