Για τα ελληνικά ειδησεογραφικά sites, η μόνη πηγή εσόδων -εκτός ελάχιστων περιπτώσεων που δοκιμάζουν συνδρομητική μοντέλα- είναι αυτή των online διαφημίσεων.
Το πρόβλημα, όμως, είναι πως στην Ελλάδα παρατηρείται ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη όσον αφορά το adblocking. Δηλαδή, τη χρήση ειδικών εφαρμογών που προσφέρουν τη δυνατότητα να μην εμφανίζονται διαφημίσεις όταν είσαι σε κάποια ιστοσελίδα!
Σύμφωνα με τα στοιχεία της 2ης ετήσιας έρευνας «Ad-Blocking in Greece» που πραγματοποίησε η TailWind σε συνεργασία με τη Focus Bariκαι την Oriel, το ποσοστό χρήσης adblocking software ανέρχεται στο 17,3% των unique browsers που υπάρχουν σε συσκευές Ελλήνων χρηστών.
Μάλιστα, υπάρχει και μείωση 2,3 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2016. Όμως, υπάρχει μία λεπτομέρεια που πρέπει να ληφθεί υπόψη, η οποία δεν είναι άλλη από το ότι στο συνολικό δείγμα υπολογίζονται και οι browsers των smartphones και των tablets.
Εκεί τα ποσοστά adblocking είναι πολύ μικρά (2% και 2,2% αντίστοιχα) πολύ απλά γιατί οι χρήστες δεν έχουν βρει τις κατάλληλες εφαρμογές.
Αντιθέτως, στους προσωπικούς υπολογιστές (επιτραπέζιους και φορητούς) το ποσοστό χρήσης adblocking εφαρμογών έφθασε στο 34,6%, έχοντας μάλιστα και μία αύξηση 0,3 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2016.
Δηλαδή, πάνω από 1 στους 3 Έλληνες χρήστες του Διαδικτύου δεν θέλει να βλέπει διαφημίσεις.
Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι μάλλον ελάχιστοι οι Έλληνες που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για ειδησεογραφικό περιεχόμενο. Οπότε, είναι σημαντικό θέμα για τα ειδησεογραφικά sites και γενικότερα οποιαδήποτε εταιρεία δραστηριοποιείται online και η βασική πηγή εσόδων της είναι οι διαφημίσεις, να περιοριστεί το φαινόμενο του adblocking.
Ενδεχομένως, θα πρέπει να δει κανείς γιατί είναι τόσο υψηλό το ποσοστό του adblockingστην Ελλάδα. Και θα μιλήσω από την προσωπική μου πείρα, σημειώνοντας ότι δεν έχω εγκαταστήσει adblocking λογισμικό σε καμία από τις συσκευές που χρησιμοποιώ προκειμένου να έχω πρόσβαση στο Διαδίκτυο.
Αν και είναι ορισμένες φορές που έχω σκεφτεί πολύ σοβαρά να το κάνω. Είναι οι περιπτώσεις εκείνες που τη στιγμή που μπαίνω σε μία ιστοσελίδα εμφανίζεται μία τεράστια pop-up διαφήμιση! Και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να ψάξω να βρω την επιλογή για το κλείσιμο της διαφήμισης.
Σημειωτέον ότι εκνευρίζομαι ακόμη περισσότερο όταν η επιλογή «κλείσιμο» είναι καλά …κρυμμένη ώστε να μην την πατήσω! Θα ήθελα να ενημερώσω αυτόν που το σκέφτηκε ότι το μόνο που κάνει είναι να με εκνευρίζει περισσότερο και στο τέλος καταλήγω να κλείσω εντελώς το παράθυρο του browser.
Άρα, χαμένος δεν είναι μόνο ο διαφημιζόμενος αλλά και το μέσο.
Αν και είναι ουκ ολίγοι οι άνθρωποι εκείνοι που έχουν την ίδια άποψη με εμένα και επιπλέον έχουν και κάποια θέση στη διαφημιστική αγορά, για να είμαι ειλικρινής δεν έχω δει κάποια διαφορά τα τελευταία χρόνια.
Παρά το γεγονός ότι τα popups έχουν μειωθεί στο εξωτερικό, στην Ελλάδα αισθάνομαι ότι έχουν αυξηθεί. Ενδεχομένως γιατί είναι η εύκολη λύση. Ενδεχομένως, γιατί ορισμένοι διαφημιστές και διαφημιζόμενοι αυτό έχουν μάθει και δεν μπορούν να γίνουν λίγο περισσότερο δημιουργικοί.
Οι καταναλωτές δεν ενοχλούνται από τη διαφήμιση. Ενοχλούνται από την …ενοχλητική διαφήμιση. Οι δημιουργικές διαφημίσεις, οι ιστορίες που πολλές φορές έχουν δημιουργήσει και ελληνικές διαφημιστικές εταιρείες, είναι πράγματα που αρέσουν και έχουν βοηθήσει πολλά brands να αλλάξουν …επίπεδο.
Αν η διαφήμιση γίνει πιο δημιουργική, τότε ειλικρινά πιστεύω ότι και το ποσοστό του adblocking θα μειωθεί. Μέχρι τότε, περιμένω άνοδο ειδικά όσον αφορά στους προσωπικούς υπολογιστές.
Και αν βρεθούν και εύχρηστες adblocking apps για τα smartphones, τότε προβλέπω μεγάλη αύξηση και στις φορητές συσκευές.
Υπάρχει κλάδος ο οποίος να μην έχει επηρεαστεί από την «επέλαση» των ψηφιακών τεχνολογιών στην καθημερινότητα μας; Πιθανότατα όχι.
Γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη σε πολλούς επιχειρηματίες -ιδίως εκείνους που έχουν μία μικρή ή μεσαία επιχείρηση- να αναρωτιούνται πως μπορούν να διαφοροποιηθούν σε σχέση με τον ανταγωνισμό σε μία εποχή όπου οι καταναλωτές μπορούν πολύ εύκολα να βρουν αυτό που θέλουν και επιπλέον έχουν τα μέσα, ήτοι τα socialmedia, να «αντιδράσουν» σε περίπτωση που δεν μείνουν ευχαριστημένοι από το επίπεδο της εξυπηρέτησης.
Πολλοί νομίζουν ότι η τιμή είναι το σημείο εκείνο που μπορεί να προσφέρει σε μία επιχείρηση τη δυνατότητα να πετύχει.
Αλλά αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα Οι επιχειρήσεις που έχουν τις πιο χαμηλές τιμές δεν είναι και οι πιο πετυχημένες. Διαφορετικά, στην αγορά των smartphones, για παράδειγμα, δεν θα βρίσκονταν στην κορυφή ούτε η Apple, ούτε η Samsung ούτε καν η Huawei.
Ποια είναι τα σημεία – κλειδιά που μπορούν να βοηθήσουν μία επιχείρηση να διαφοροποιηθεί και να πετύχει στην σημερινή, ψηφιακή εποχή; Το πρώτο είναι η εμπειρία που προσφέρεις στον πελάτη σου είτε πρόκειται για ένα προϊόν είτε πρόκειται για υπηρεσία.
Εμπειρία δεν είναι μόνο να προσφέρεις καλή ποιότητα ή καλή σχέση τιμής προς απόδοση/επιδόσεις, αλλά γενικώς να δίνει τη δυνατότητα η όλη διαδικασία αγοράς και χρήσης να είναι εξαιρετική. Τόσο online όσο και offline.
Ένα δεύτερο στοιχείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι πως οι επιχειρήσεις θα πρέπει να κατανοήσουν τη σημασία που έχουν πλέον τα smartphones στην καθημερινότητα των καταναλωτών. Ακόμη και στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να προσέξουν, για παράδειγμα, η ιστοσελίδα να είναι mobile friendly.
Όπως και να θυμούνται ότι δεν θα πρέπει ούτε καν να σκεφτούν να προσπαθήσουν να κοροϊδέψουν έναν καταναλωτή, ο οποίος έχει στα χέρια του πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία μπορεί να φανταστεί κανείς.
Ένα άλλο σημείο διαφοροποίησης είναι η δημιουργία κοινότητας. Ακόμη και οι καταναλωτές αρέσκονται να ανήκουν σε κάποια ομάδα. Φυσικά, μπορεί να πει κανείς ότι το να είσαι σε κάποιο πρόγραμμα loyalty είναι μία μορφή ένταξης σε μία κοινότητα αλλά αυτό που εννοώ είναι αρκετά πιο ευρύ.
Μία νέα τάση είναι ότι ο καταναλωτής θέλει ν αλληλεπιδρά με κάποιο brand που αγαπά -επειδή πιθανότατα του προσφέρει καλή εμπειρία- αλλά και με τους υπόλοιπους ανθρώπους που αισθάνονται τον ίδιο ενθουσιασμό για το συγκεκριμένο brand.
Το να δημιουργήσεις μία κοινότητα δεν είναι τόσο δύσκολο, το να τη διατηρήσεις, όμως, ζωντανή είναι κάτι που θέλει πολύ προσπάθεια και δεν είναι και τόσο απλό.
Το τέταρτο σημείο διαφοροποίησης είναι ότι η κάθε επιχείρηση θα πρέπει να μπορεί να δημιουργήσει και να πει μία ιστορία που είτε να σχετίζεται με την ίδια και το παρελθόν ή/και το παρόν της είτε να αφορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της.
Η χαμηλή τιμή δεν είναι πλέον αρκετή. Ο καταναλωτής χρειάζεται να ταυτιστεί με ένα brand, θέλει να βρει τα σημεία εκείνα που θα τον κάνουν να αγοράσει κάτι πιο εύκολα, θα το χρησιμοποιεί και θα γίνει και ο καλύτερος «πρεσβευτής» αυτού του brand.
Πρέπει η συνολική εμπειρία που θα παίρνει να είναι μοναδική και διαφορετική. Αν ένα brand το πετύχει, τότε έχει κάνει πολλά βήματα προς την επιτυχία.
Σε πολλά online καταστήματα είναι προφανές που εστιάζουν: τιμές, πολλά προϊόντα και ένα όμορφο περιβάλλον. Σίγουρα, οι καλές τιμές και η πληθώρα επιλογών είναι σημεία – κλειδιά, όπως και η εμφάνιση του site που είναι λόγος για να ξεχωρίσεις από τον ανταγωνισμό.
Όμως, εξίσου μεγάλη σημασία θα πρέπει να δίνεις και στο κομμάτι του backoffice και των logistics.
Δεν αναφέρομαι στο κατά πόσον ένα online κατάστημα προωθεί προϊόντα που δεν έχει και μάλιστα τα προωθεί σε τιμές ικανές να προσελκύσουν καταναλωτές, στους οποίους γνωρίζει ότι δεν μπορεί να δώσει αυτό που αναζητούν και στοχεύει να τους πουλήσει κάποιο άλλο προϊόν.
Προσωπικά, πιστεύω πως αυτό είναι μία κακή πρακτική που μεσοπρόθεσμα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Στον πελάτη σου θα πρέπει να είσαι ειλικρινής.
Δεν πρέπει να τους λες ότι έχεις κάτι που δεν έχεις, όπως επίσης δεν πρέπει να τους λες ότι θα παραδώσεις νωρίτερα από τότε που ξέρεις ότι τελικώς θα παραδώσεις.
Ο καταναλωτής δεν είναι ανόητος ούτε διατεθειμένος να δεχθεί να μην είσαι σωστός απέναντι του για πάνω από μία φορά.
Τη δεύτερη φορά δεν πρόκειται να ξανασχοληθεί μαζί σου και, φυσικά, δεν πρόκειται να ξαναγοράσει από εσένα.
Υπό αυτό το σκεπτικό, είναι πολύ σημαντικό για ένα onlineκατάστημα να δίνει έμφαση στον τομέα των logistics.
Κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να ξεκινήσει από τη διαχείριση των αποθεμάτων του ώστε να μπορεί να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γκάμα προϊόντων και αυτή να αποτυπώνεται σωστά στις ιστοσελίδες του καταστήματος.
Το δεύτερο στοιχείο είναι πως πρέπει η εξυπηρέτηση να γίνεται με το σωστό τρόπο.
Δηλαδή, αν αναφέρεις ότι σε 2-3 εργάσιμες ημέρες θα έχεις παραδώσει την παραγγελία του πελάτη να το κάνεις το αργότερο μέχρι την τρίτη εργάσιμη ημέρα.
Και επειδή πολλές φορές αυτό δεν είναι ένα θέμα για το οποίο ένα ηλεκτρονικό σύστημα έχει όλη την ευθύνη, καλό θα είναι να επιλέξετε τον καλύτερο δυνατό συνεργάτη.
Ενδεχομένως, να χρειαστεί να πληρώσετε λίγο περισσότερο αλλά το επίπεδο της εμπειρίας που θα προσφέρετε στον πελάτη είναι σημαντικό.
Άλλο είναι να πεις στον πελάτη σου ότι η παραγγελία του θα φθάσει μεταξύ 9 π.μ. και 1 μ.μ. και να τον υποχρεώσεις να είναι στο σπίτι του και άλλο να το πεις μεταξύ 12 μ.μ. και 1 μ.μ.
Όπως είναι καλύτερα να του έρθει ένα μήνυμα μισή ώρα πριν έλθει η παραγγελία ώστε να είναι κάποιος στον χώρο αποστολής για να παραλάβει το δέμα.
Γενικώς, υπάρχουν διάφορες μικρές λεπτομέρειες που είναι ικανές να κάνουν τη διαφορά. Και το κυριότερο να γίνουν η αιτία προκειμένου ο καταναλωτής να «επιστρέψει».
Σίγουρα οι χαμηλές τιμές βοηθούν αλλά αν η εμπειρία δεν είναι καλή, ο καταναλωτής θα προτιμήσει να πληρώσει κάπου αλλού 2-3 ευρώ παραπάνω προκειμένου να αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια. Τα logisticsείναι ένα σημείο που χρήζουν μεγάλης προσοχής από όλους.
Αυτό που αποκαλούμαι «έξυπνο σπίτι» δεν είναι μία τάση που έκανε πρόσφατα την εμφάνιση της. Αλλά κάτι που συζητιέται έντονα στην αγορά της τεχνολογίας τα τελευταία 15-20 χρόνια.
Απλά, στο παρελθόν αποκαλείτο διαφορετικά: ήταν το ψηφιακό σπίτι (digitalhome) ή το συνδεδεμένο σπίτι (connected home) και όχι ένα smarthome.
Ποια είναι η διαφορά; Ότι στο smarthome πέραν της επικοινωνίας μεταξύ των συσκευών εσωτερικά μέσα στο χώρο του σπιτιού, υπάρχει και διασύνδεση με τον …υπόλοιπο κόσμο συν ότι οι οικιακές συσκευές αποκτούν -χάρη σε εφαρμογές machinelearning-
τη δυνατότητα να προσαρμόζονται αυτόματα στις ανάγκες και απαιτήσεις των μελών του νοικοκυριού. Να γίνονται δηλαδή …έξυπνες.
Η τάση υπήρχε αλλά δεν υλοποιείτο εδώ και χρόνια. Ενδεχομένως, οι συνθήκες να μην είχαν ωριμάσει υπό την έννοια ότι οι καταναλωτές στις αρχές της δεκαετίας του ’00 δεν ήταν τόσο ψηφιακά «εξελιγμένοι» όπως σήμερα που το smartphone δεν φεύγει από τα χέρια τους.
Το smartphone είναι η συσκευή ελέγχου του σπιτιού και αυτό ήταν ένα θέμα για αρκετά χρόνια, καθώς υπήρχε μία «διαμάχη» μεταξύ τηλεόρασης και προσωπικού υπολογιστή.
Οι κατασκευαστές που προέρχονται από το χώρο της εικόνας και του audio έλεγαν ότι θα ήταν η τηλεόραση, εκείνοι από την πληροφορική ότι θα ήταν ο προσωπικός υπολογιστής. Τελικώς, κέρδισε το smartphone.
Κάποια στιγμή φάνηκε ότι το tablet θα μπορούσε να αποκτήσει ρόλο, αλλά η προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτό είναι εξαιρετικά -μα πολύ εξαιρετικά- δύσκολο να συμβεί.
Το άλλο πρόβλημα που υπήρχε εξαρχής και το οποίο δεν ήταν ορατό στο ευρύ κοινό ήταν αυτό του οικιακού …server. Δηλαδή, της υπολογιστικής συσκευής εκείνης που θα λειτουργούσε ως κεντρικός κόμβος συγκέντρωσης, διαχείρισης και διανομής των δεδομένων ενός «έξυπνου σπιτιού».
Πρακτικά, πρέπει να υπάρχει ένας κοινός χώρος δεδομένου ότι σε ένα σπίτι κατοικούν περισσότεροι από ένα άνθρωποι, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τουλάχιστον.
Αυτός ο οικιακός server είτε θα έπρεπε να είναι μία ξεχωριστή συσκευή είτε να ενσωματωνόταν σε κάποια ήδη υπάρχουσα. Και θα έπρεπε να λειτουργεί συνεχώς. Να είναι διαρκώς on.
Ξεχωριστή συσκευή είναι δύσκολο να πουληθεί πλέον, οπότε έπρεπε να βρούμε ποιες από τις υπάρχουσες ηλεκτρονικές συσκευές ενός σπιτιού είναι συνεχώς στο ρεύμα.
Και εκεί ήρθε η έκπληξη, καθώς η μόνη που είναι διαρκώς αναμμένη είναι το …ψυγείο.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι και το router είναι συνεχώς στο ρεύμα, αλλά συνήθως εκεί που έχουμε το router δύσκολα θα βάζαμε και έναν server! Την ίδια στιγμή, στο ογκώδες ψυγείο είναι πιο εύκολο αυτό.
Ιδίως αν εμφανίσεις και πάνω στην πόρτα του ψυγείου μία μεγάλη οθόνη και αρχίσεις να προωθείς και μία φιλοσοφία ότι το ψυγείο συνδέεται στο Διαδίκτυο και παραγγέλνει.
Κάτι που μπορεί να γίνει, αλλά η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα προτιμήσεις για να το κάνεις το ψυγείο και όχι το smartphone σου. Ακόμη και αν το κάνει αυτόματα.
Αυτό λοιπόν που βλέπουμε είναι το ψυγείο να αποκτά -και αυτό- υπολογιστικές δυνατότητες. Και να εξελίσσεται και σε χώρο αποθήκευσης -όχι μόνο τροφίμων- αλλά και δεδομένων.
Το ψυγείο θα είναι ο …server του έξυπνου σπιτιού, όπως όλα δείχνουν, και μένει να δούμε τι είδους εφαρμογές θα αρχίσουν να αναπτύσσονται με βάση τη συγκεκριμένη τάση. Όπως και αν θα υπάρξει κάποιο νέο επιχειρηματικό μοντέλο και ιδέα που θα αξιοποιήσει τις νέες δυνατότητες που προκύπτουν.
Η ελληνική αγορά των καταναλωτικών προϊόντων τεχνολογίας (ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη) είναι σε γενικές γραμμές σε κάθοδο, αλλά υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες προϊόντων που κινούνται ανοδικά.
Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις λευκές συσκευές, οι οποίες κινούνται ανοδικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το γ’ τρίμηνο του 2017 τα προϊόντα που προτίμησαν οι Έλληνες καταναλωτές ήταν πλυντήρια ρούχων αλλά και πιάτων, ηλεκτρικές οδοντόβουρτσες και μηχανές καφέ – ροφημάτων!
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας GfK Temax, οι πωλήσεις καταναλωτικών προϊόντων τεχνολογίας ανήλθαν στα 469 εκατ. ευρώ για το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2017, στα ίδια ακριβώς επίπεδα με το γ’ τρίμηνο της προηγούμενης χρονιάς.
Σε επίπεδο 9μηνου, όμως, υπήρξε μία πτώση της τάξεως του 2,5% στα 1,311 δισ. ευρώ.
Από τις «μεγάλες» κατηγορίες μόνο αυτή των μεγάλων οικιακών συσκευών παρουσιάζει ανοδικές τάσεις: +4,5% στα 126 εκατ. ευρώ το γ’ τρίμηνο και +3,9% στα 333 εκατ. ευρώ σε επίπεδο 9μηνου.
Σύμφωνα με την GfK, η άνοδος αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στις αυξημένες πωλήσεις στα πλυντήρια ρούχων κατά κύριο, ενώ ενισχυμένες ήταν και οι πωλήσεις στα πλυντήρια πιάτων, στις κουζίνες και στους απορροφητήρες.
Αντίθετα, στην κατηγορία των «ηλεκτρονικών καταναλωτικών αγαθών» η συνεχιζόμενη πτώση στις πωλήσεις τηλεοράσεων παρέσυρε όλη την κατηγορία (-2,1% στα 71 εκατ. ευρώ στο γ’ τρίμηνο και -4,5% στα 210 εκατ. ευρώ στο 9μηνο) παρά την άνοδο που παρατηρήθηκε στις κονσόλες παιχνιδιών και στα φορητά ασύρματα ηχεία.
Σχετικά ικανοποιητική χαρακτηρίζεται και η εικόνα στις μικρές συσκευές με +0,7% στα 106 εκατ. ευρώ στο 9μηνο και -0,9% στα 36 εκατ. ευρώ στο γ’ τρίμηνο. Οι ηλεκτρικές οδοντόβουρτσες εμφανίζουν θετικό πρόσημο όπως και οι μηχανές καφέ, ενώ πτωτικά κινείται η κατηγορία του σίδερου.
Είναι προφανές ότι η αγορά συγκρατείται από τις πωλήσεις των λευκών συσκευών, οι οποίες είναι οι μόνες που κινούνται -έστω και λίγο- ανοδικά. Ο λόγος, βέβαια, είναι πολύ απλός: είναι πιο εύκολο να επιβιώσεις χρησιμοποιώντας έναν υπολογιστή που «σέρνεται» παρά αν το ψυγείο ή το πλυντήριο ρούχων χαλάσει.
Είναι θέμα προτεραιότητων και καθημερινότητας. Τηλεόραση βλέπεις ακόμη και αν δεν έχεις το τελευταίο μοντέλο με δυνατότητα αναπαραγωγής 4Κ περιεχομένου. Αν, όμως, το πλυντήριο δεν δουλεύει, είναι λίγο δύσκολο να αρχίσεις να πλένεις σε σκάφη!
Γενικότερα, οι Έλληνες καταναλωτές δείχνουν να έχουν διαμορφώσει τις προτεραιότητες του αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι βλέπεις ότι συνεχίζουν να κάνουν και ορισμένες κινήσεις που έχουν να κάνουν με τη βελτίωση της καθημερινής ζωής τους.
Όπως, για παράδειγμα, ότι αγοράζουν μηχανές καφέ ή αποκτούν παιχνιδομηχανές καθώς και το gaming είναι σε άνοδο.
Όπως λέει και μία παροιμία, η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα έχουμε ουκ ολίγες ιδιαιτερότητες όσον αφορά τις αγοραστικές συνήθειες μας. Κατά την προσωπική άποψη μου, αυτή που δεν έχω καταλάβει είναι εκείνη της αντικαταβολής ως βασικού μέσου για τις αγορές μέσω ηλεκτρονικών καταστημάτων!
Αφορμή για αυτό το σημείωμα είναι η καμπάνια που ξεκίνησαν o GRECAμε τη MasterCard για την προώθηση της χρήσης των καρτών (χρεωστικών, πιστωτικών ή προπληρωμένων) όσον αφορά τις αγορές online.
Διότι στην Ελλάδα, η αντικαταβολή παραμένει -ακόμη και μετά τα capital controls- ως η πιο δημοφιλής μέθοδος πληρωμής για αγορές μέσω Διαδικτύου.
Πριν τα capital controls, θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρχε μία λογική όσον αφορά στη χρήση της αντικαταβολής ως μεθόδου πληρωμών.
Ας μην ξεχνάμε ότι τότε ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων δεν είχε πιστωτική κάρτα και για πολλούς από όσους είχαν χρεωστική κάρτα ήταν αδιανόητο να την χρησιμοποιήσουν για αγορές είτε σε φυσικά είτε σε ηλεκτρονικά καταστήματα.
Βέβαια, είμαστε και μία χώρα όπου τις πρώτες ημέρες των capital controls, υπήρχαν άνθρωποι που περίμεναν για αρκετή ώρα σε ένα ΑΤΜ έξω από ένα σούπερ μάρκετ για να πάρουν χρήματα και να πάνε μέσα και να ψωνίσουν με μετρητά!
Η απόλυτη ελληνική παράνοια.
Πολλοί είναι, βέβαια, εκείνοι που θα υποστηρίξουν ότι οι συναλλαγές με κάρτες online δεν είναι ασφαλείς.
Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι οι ίδιοι που στο Facebook και στο Instagram ανεβάζουν συνεχώς φωτογραφίες που αναφέρουν που είναι και τι κάνουν, ενώ γενικότερα «ποστάρουν» κάθε είδους στοιχείο που μπορεί να χαρακτηριστούν ως προσωπικά δεδομένα και είναι εκείνα για τα οποία ενδιαφέρονται ουκ ολίγοι κυβερνοεγκληματίες.
Σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις κλοπής στοιχείων καρτών και πραγματοποίησης συναλλαγών από «τρίτους». Όμως, τα κρούσματα έχουν περιορισθεί σημαντικά και οι δικλείδες ασφαλείας που υπάρχουν είναι πλέον πάρα πολλές.
Όλες οι τράπεζες αλλά και οργανισμοί όπως η Visa, η Master Cardκαι η American Express, προσφέρουν επιπλέον επίπεδα ασφάλειας για όποιον το επιθυμεί.
Υπάρχουν, επίσης, ηλεκτρονικά πορτοφόλια όπως το MasterPass, το PayPal ή το VivaWallet για να είσαι ακόμη πιο ασφαλής. Προφανώς, όλα αυτά είτε δεν τα ξέρουν οι Έλληνες είτε τα θεωρούν και αυτά ότι είναι επισφαλή.
Και προτιμούν να έχουν τα επιπλέον χρήματα πάνω τους προκειμένου να πληρώσουν τον courier που θα φέρει στο σπίτι το προϊόν που έχουν παραγγείλει.
Υπάρχει, βέβαια, και ένα άλλο ζήτημα που έχει να κάνει με τις «απατεωνιές» που υπάρχουν στο Διαδίκτυο και τις αγορές προϊόντων από ηλεκτρονικά καταστήματα που δεν υπάρχουν.
Όπου και εκεί υπάρχουν πλέον αρκετές δικλείδες ασφαλείας. Για να μην αναφέρω το προφανές που είναι πως την πρώτη φορά που θα επισκεφθείς ένα κατάστημα, μία γρήγορη περιήγηση μέσα στις σελίδες του θα σου δείξει αν πρέπει να ανησυχείς ή όχι.
Αλλά στην Ελλάδα ούτε αυτό μετρά. Οπότε καταλήγουμε στο άλλο άκρο και το μόνο που τελικώς πετυχαίνουμε είναι να κάνουμε τη ζωή μας λίγο πιο δύσκολη. Γιατί κατά την άποψη μου, η αντικαταβολή δεν νομίζω ότι κάνει τη ζωή μας και τις συναλλαγές πιο εύκολες. Μάλλον το αντίθετο.
Τα τελευταία χρόνια, οι κατασκευαστές ψηφιακών τεχνολογιών έχουν αποφασίσει να κάνουν όλες τις συσκευές πιο …έξυπνες.
Το αποτέλεσμα είναι να μιλάμε για smartphones, smartTVs, smartcars, smarthome κ.ά. Μέχρι τώρα, η εξυπνάδα συνίστατο στην δυνατότητα σύνδεσης στο Διαδίκτυο αλλά σταδιακά βλέπουμε ότι η απλή παροχή πρόσβασης στο Internet δεν είναι το μόνο στοιχείο εξυπνάδας των συσκευών.
Και ένα από τα ζητούμενα είναι να έχουν αρκετή εξυπνάδα ώστε να μπορούμε να αλληλεπιδρούμε μαζί τους με περισσότερο φυσικούς τρόπους.
Η προσπάθεια αυτή έχει φέρει στο προσκήνιο ορισμένες νέες τάσεις, όπως είναι το αποκαλούμενο machinelearning (εκμάθηση μηχανών σε μία πιο ελεύθερη μετάφραση), το οποίο αρκετοί συγχέουν με την τεχνητή νοημοσύνη (artificialintelligence).
Όμως, το machine learning είναι μία τεχνική που χρησιμοποιείται για να αναπτυχθούν εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης. Και η τεχνητή νοημοσύνη είναι η επιστήμη που προσπαθεί να κάνει πιο έξυπνες τις μηχανές.
Επιπλέον, η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη ρομποτική. Και αυτό γιατί δεν είναι μόνο τα ρομπότ που μπορεί να είναι έξυπνα, αλλά κάθε είδους μηχανή.
Όσον αφορά τον στόχο, αυτός δεν είναι άλλος από το να γίνει η καθημερινότητα πιο εύκολη.
Μία βασική αλλαγή που συνίσταται είναι ότι πλέον επιδιώκεται να προγραμματιστούν οι μηχανές χρησιμοποιώντας παραδείγματα και μέσω μίας διαδικασίας συνεχούς εκπαίδευσης, στην οποία βασικό ρόλο παίζει η ανάπτυξη και χρήση των αποκαλούμενων νευρωνικών δικτύων, τα οποία προσομοιάζουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Η παραδοσιακή μέθοδος προγραμματισμού είναι αυτή που γίνεται με τη θέσπιση αυστηρών και απαράβατων κανόνων, η οποία, όμως, περιορίζει τις επιλογές προσαρμογής και εκμάθησης.
Πρακτικά, το machine learning έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια από εταιρείες πληροφορικής και ενδεχομένως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα να είναι ο υπολογιστής DeepBlue που κέρδισε τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι, Γκάρι Κασπάροφ, στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Όμως, μόλις τα τελευταία χρόνια έχουμε αρχίσει να βλέπουμε εφαρμογές και υπηρεσίες, οι οποίες αφενός είναι περισσότερο έξυπνες.
Τέτοιου είδους εφαρμογές είναι το GoogleTranslate για τη μετάφραση σε διαφορετικές γλώσσες, το GooglePhotos που προσφέρει τη δυνατότητα να αναζητήσει κανείς ποιο μέρος αφορά μία φωτογραφία ή τις «έξυπνες απαντήσεις» στο Gmail όπου η εφαρμογή προετοιμάζει κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις, βασιζόμενη στο τι έχει κάνει μέχρι τώρα ο χρήστης.
Πρακτικά, οι εφαρμογές αυτές προσπαθούν να προβλέψουν τι θα κάνει ο χρήστης και προσφέρουν τις αντίστοιχες επιλογές.
Παράλληλα, η Google, η Amazon, η Samsung, η Microsoft και άλλοι κολοσσοί επιδιώκουν να προσφέρει τη δυνατότητα για περισσότερο φυσικούς τρόπους αλληλεπίδρασης με τη φωνή να παίζει -τουλάχιστον σε αυτή τη φάση- τον σημαντικότερο ρόλο.
Για παράδειγμα, η Google έχει εντάξει σε πολλές εφαρμογές τη δυνατότητα ο χρήστης να μιλά αντί να γράφει και η εφαρμογή να τον καταλαβαίνει με αρκετά μεγάλο ποσοστό επιτυχία ακόμη και στα ελληνικά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο 20% των αναζητήσεων που γίνονται στο google.com μέσω φορητών συσκευών οι χρήστες χρησιμοποιούν τη φωνή τους, δείγμα ότι οι καταναλωτές προτιμούν αυτό τον τρόπο επικοινωνίας.
Και μπορεί ακόμη οι σχετικές εφαρμογές να μην είναι τέλειες, αλλά σταδιακά θα βελτιώνονται και δεν είναι μακριά η ημέρα που απλά θα μιλάμε στο κινητό μας και σε οποιαδήποτε άλλη συσκευή και αυτή θα ακολουθεί τις οδηγίες μας.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν το Διαδίκτυο άρχισε να αποκτά μία κρίσιμη μάζα χρηστών και να δείχνει ότι θα είναι ένας παράγοντας σημαντικών αλλαγών κυριολεκτικά για τα πάντα, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που θα έλεγαν ότι μετά από 20 χρόνια θα είχαμε φθάσει στο σημείο ώστε μία συσκευή στην παλάμη του χεριού μας θα ήταν ικανή για τόσο πολλά πράγματα.
Ενδεχομένως και πριν από 10 χρόνια, ελάχιστοι να ήταν εκείνοι που θα πίστευαν ότι το 2017 το smartphone θα έφθανε στο σημείο να αποτελεί βασικό κομμάτι της καθημερινότητας μας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, και θα ήταν ο λόγος που τα επιχειρηματικά μοντέλα σε κλάδους όπως ο χρηματοπιστωτικός, ο τουριστικός αλλά και αυτός των μεταφορών θα είχαν αλλάξει τόσο ριζικά.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, όμως, είναι πως ακόμη βρισκόμαστε στην απαρχή αυτής της ψηφιακής εποχής. Και ο λόγος είναι πως τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε τα πρώτα δείγματα των δυνατοτήτων που μπορεί να προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη (artificialintelligence – AI).
Μπορεί πολλοί να σκέφτονται τις ουκ ολίγες ταινίες και βιβλία επιστημονικής φαντασίας όπου η τεχνητή νοημοσύνη εξελίσσεται σε εφιάλτη για την ανθρωπότητα, όμως, η πραγματικότητα είναι πως είναι και ο λόγος που η ζωή μας γίνεται πιο εύκολη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και συμβιβασμοί.
Οι ψηφιακές συσκευές γίνονται όλο και πιο έξυπνες καθώς αξιοποιούν τα δεδομένα που παράγουμε και φθάνουν στο σημείο να μας κάνουν προτάσεις σχεδόν για οτιδήποτε.
Παράλληλα, οι λύσεις τεχνητής νοημοσύνης έχουν αρχίσει να αυτοματοποιούν όλο και περισσότερες διαδικασίες και καθημερινές εργασίες, οι οποίες στο παρελθόν χρειάζονταν ανθρώπινο χέρι για να πραγματοποιηθούν.
Τα ρομπότ κάνουν δυναμική εμφάνιση σε εργοστάσια και σε άλλους τομείς. Τα αυτόνομα οδηγούμενα αυτοκίνητα δεν αποτελούν σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά είναι κάτι που θα δούμε να γίνεται πραγματικότητα τα επόμενα 10 χρόνια.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις τρέχουν με απίστευτους ρυθμούς.
Τα επόμενα 20 χρόνια μάλλον θα δούμε περισσότερες εξελίξεις και αλλαγές από εκείνες που είδαμε τα προηγούμενα 20 χρόνια και δύσκολα θα υπάρξει κάποιος τομέας της καθημερινότητας μας ή της οικονομίας που δεν θα επηρεαστεί σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε το 2037 θα κοιτάζουμε πίσω προς το 1997 και θα αναρωτιόμαστε πως ήταν δυνατό να λειτουργούμε με τον τρόπο που λειτουργούσαμε.
Ένα ερώτημα είναι, βέβαια, πόσο εύκολο θα είναι να προσαρμοστούμε όλοι εκείνοι που τώρα διανύουμε την 4η δεκαετία της ζωής μας, έχουμε προλάβει την αναλογική εποχή, και το 2037 ενδεχομένως δεν θα έχουμε βγει καν στη σύνταξη.
Και ένα δεύτερο ερώτημα είναι κατά πόσον οι εξελίξεις αυτές θα βελτιώσουν πραγματικά την καθημερινότητα μας. Αλλά, ίσως να μην χρειάζεται να είμαστε τόσο απαισιόδοξοι. Οι σεναριογράφοι τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ήταν αρκετά απαισιόδοξοι για τον 21ο αιώνα.
Και σχεδόν όλες οι προβλέψεις τους έπεσαν έξω. Οπότε είναι πιθανό και οι καταστροφολόγοι της τρέχουσας δεκαετίας, επίσης, να αποδειχθούν ότι δεν καταλάβαν προς τα πού κινείται ο κόσμος.
Είναι κάτι που όσοι παρακολουθούμε την τηλεπικοινωνιακή αγορά περιμέναμε με αγωνία, εδώ και πολύ καιρό: την έναρξη της εμπορικής διάθεσης ευρυζωνικών συνδέσεων με ταχύτητες που θα ξεκινούν από τα 100 Mbpsκαι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φθάνουν ακόμη και το 1 Gbps!
Οι τρεις μεγάλοι πάροχοι (Cosmote, Vodafone, Wind) βρίσκονται σε φάση υλοποίησης των σχετικών επενδύσεων και μέσα στο 2017 αναμένεται να ξεκινήσει η διάθεση των πρώτων πακέτων.
Αν παράλληλα ξεκινήσει και η επιδότηση που προωθεί το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, τότε τα νέα θα είναι ακόμη καλύτερα.
Όμως, τις τελευταίες ημέρες δεν είναι λίγοι οι φίλοι που με ρωτούν αν θα αξίζει πραγματικά να πληρώσουν κάποια ευρώ παραπάνω προκειμένου να αποκτήσουν μία σύνδεση των 100 ή των 200 Mbps.
Ή πολύ περισσότερο αν έχει νόημα να φέρουν οπτική ίνα μέχρι το σπίτι ή το γραφείο τους. «Τόσο μεγάλη θα είναι η διαφορά;» είναι η ερώτηση που μου κάνουν.
Η απάντηση είναι πολύ απλή: «Ναι, η διαφορά είναι πολύ μεγάλη και αξίζει να πληρώσεις παραπάνω».
Ένας αγαπημένος φίλος και δημοσιογράφος έχει μία θεωρία εδώ και αρκετά χρόνια: το Διαδίκτυο είναι σαν τους αυτοκινητόδρομους, όσο μεγάλο και αν κάνεις τον δρόμο, αυτοκίνητα για τον γεμίσουν θα βρεθούν.
Στο Διαδίκτυο, όσο πιο υψηλές είναι οι ταχύτητες, τόσο καλύτερη είναι η εμπειρία. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο videoκαι στο online gaming. Ακόμη και στο απλό «σερφάρισμα», υψηλότερες ταχύτητες κάνουν καλύτερη την εμπειρία.
Όσον αφορά στους οικιακούς καταναλωτές, ένα μεγάλο πρόβλημα είναι ότι πλέον υπάρχουν πολλαπλές συσκευές που είναι συνδεδεμένες και θέλουν χωρητικότητα.
Θες να δεις Netflix την ίδια ώρα που τα παιδιά παίζουν online με τους φίλους τους; Καλύτερα να το ξανασκεφτείς αν έχεις μία απλή ADSLσύνδεση.
Ακόμη και με VDSL στα 50 Mbps, η κατάσταση δεν είναι ότι καλύτερο μπορείς να σκεφτείς.
Και δεν συζητάω καν το ενδεχόμενο να χρειάζεται να «κατεβάσεις» κάποια μεγάλα αρχεία που χρειάζεσαι επειγόντως για τη δουλειά σου.
Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για το γραφείο, αν μιλάμε για μία μικρή επιχείρηση με 5-10 εργαζόμενους. Μία ADSL σύνδεση απλά δεν φθάνει. Θες κάτι πιο γρήγορο και ανάλογα με την ενασχόληση σου, ούτε τα 100 Mbps δεν είναι αρκετά.
Ειδικά για εταιρείες που κινούνται στο δημιουργικό κομμάτι και χρειάζεται να διακινήσουν μεγάλα αρχεία, ίσως η καλύτερη λύση να είναι μία σύνδεση οπτικών ινών.
Ο λόγος είναι η πολύ μεγάλη ταχύτητα στην αποστολή δεδομένων, ένας παράγοντας που πολλές φορές ξεχνάμε. Σκεφτείτε πόσο καθυστερεί να «ανέβει» στο WeTransfer, στο Dropbox ή στο OneDrive ένα μεγάλο αρχείο μερικών εκατοντάδων MBs και θα καταλάβετε τι εννοώ.
Και υπάρχουν ουκ ολίγες περιπτώσεις που χρειάζεται η αποστολή τόσο μεγάλων αρχείων.
Σε γενικές γραμμές, οι αυξημένες ταχύτητες σύνδεσης μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και να βελτιώσουν την εμπειρία στη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών εντός του σπιτιού.
Και αυτό είναι κάτι που αξίζει να το πληρώσεις κάτι παραπάνω. Η διαφορά θα είναι πολύ μεγάλη. Αντίστοιχη με εκείνη όταν από μία σύνδεση στα 56 Kbps πήγαμε στα 384Kbps των πρώτων ADSL συνδέσεων.
Θες κάτι εκτός από ένα smartphone και ένα πληκτρολόγιο;
Ένα από τα βασικά «προβλήματα» που αντιμετωπίζουμε όσοι θέλουμε να μπορούμε να εργαστούμε οπουδήποτε και αν βρισκόμαστε είναι το …μέγεθος του φορητού υπολογιστή που καλούμαστε να έχουμε μαζί μας.
Ακόμη και ένα μηχάνημα με οθόνη των 11 ιντσών να έχεις, χρειάζεσαι πρακτικά να κουβαλάς ένα backpack. Και το ερώτημα είναι πόσο πιο ελαφρύ μπορείς να κάνεις το φορτίο που κουβαλάς;
Η απάντηση είναι πως μπορεί να το μειώσεις σημαντικά, πολύ απλά σταματώντας να κουβαλάς το laptop! Και αν αναρωτιέστε, πως το υποκαθιστάς (σ.σ. προσοχή, δεν κάνω λόγο για αντικατάσταση αλλά για υποκατάσταση) είναι εξίσου απλό: με το smartphone σου και ένα ασύρματο πληκτρολόγιο!
Η εξέλιξη της τεχνολογίας είναι τέτοια όπου πρακτικά ένα smartphone της υψηλής κατηγορίας έχει την υπολογιστική ισχύ που είχε ένα αντίστοιχης τιμής laptop πριν από 2-3 χρόνια.
Και για τη συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών, αυτή η υπολογιστική ισχύ είναι κάτι παραπάνω από αρκετή.
Με ένα ασύρματο πληκτρολόγιο γίνεται πολύ πιο εύκολη η εισαγωγή δεδομένων, οπότε γιατί να μην υποκαταστήσεις τον φορητό υπολογιστή σου με έναν συνδυασμό smartphone–ασύρματου πληκτρολογίου;
Προσωπικά, το έχω ήδη κάνει και για να είμαι ειλικρινής είναι εξαιρετικά πρακτικό όταν κινείσαι εκτός σπιτιού ή γραφείου στη διάρκεια της ημέρας και δεν είσαι βέβαιος αν θα χρειαστείς να γράψεις ένα κείμενο (στη δική μου την περίπτωση) ή να στείλεις 3-4 emails.
Ακόμη και σε ταξίδι 2 ημερών, μπορείς να κάνεις μία χαρά τη δουλειά σου. Υπάρχει, φυσικά, ένα μειονέκτημα που δεν είναι άλλο από το μέγεθος της οθόνης αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου.
Συν ότι και αυτό το πρόβλημα μπορεί να λυθεί λόγω των νέων μοντέλων χρήσης που κάνουν την εμφάνιση τους.
Ποια είναι αυτά τα μοντέλα; Ένα πρώτο παράδειγμα ήταν το Continuum της Microsoft και ένα δεύτερο το πιο πρόσφατο DEX της Samsung.
Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ένα κουτί μικρού μεγέθους, στο οποίο συνδέεις μία οθόνη και ένα πληκτρολόγιο. Και στη συνέχεια κουμπώνεις το smartphone σου.
Στην πρώτη περίπτωση, έπρεπε να είναι ένα WindowsMobile 10 smartphone, τα οποία δεν υπάρχουν πια, στη δεύτερη χρειάζεται κάποιο «ακριβό» Samsung, ήτοι GalaxyS8 ή Note 8.
Το αποτέλεσμα είναι ότι το περιεχόμενο του κινητού προβάλλεται απευθείας στην συνδεδεμένη οθόνη και προσαρμόζεται και σε αυτήν, ενώ υπάρχουν και ειδικές εφαρμογές.
Ουσιαστικά, μετατρέπεις το smartphone σου και σε φορητό υπολογιστή.
Πρακτικά, μιλάμε για ένα νέο μοντέλο χρήσης, το οποίο, εκμεταλλεύεται, φυσικά και το cloud καθώς όλα τα αρχεία σου είναι στο «σύννεφο» και είναι προσβάσιμα και από το smartphone σου.
Φανταστείτε μία εταιρεία που αντί να δώσει φορητούς υπολογιστές στους εργαζόμενους της τους δίνει ένα smartphone και έχει σταθμούς εργασίας με οθόνη και πληκτρολόγιο. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μοντέλο, το οποίο θα πρέπει να δούμε πως θα εξελιχθεί.
Το μόνο σίγουρο είναι πάντως ότι πολλοί χρήστες θα το ήθελαν αν κρίνω από το πόσος κόσμος με ρωτά πως έχω καταφέρει και έχω υποκαταστήσει το laptop μου όταν είμαι εκτός γραφείου.
Εγγραφή στο Newsletter
Θα λαμβάνετε κάθε εβδομάδα τα πιο hot άρθρα στο email σας!
Πρόσφατα άρθρα

Δημοφιλή άρθρα
Categories Menu
Site Menu
Διεύθυνση εταιρείας
Ευμολπιδών 23
118 54, Αθήνα
Γενικές πληροφορίες
info@verticom.gr
(+30) 210 924 55 77